Σωτήρης Μπαχτσετζής
Το ζήτημα της μνήμης και άρα του κοινωνικού και ατομικού τρόπου επικοινωνίας με το άμεσο περιβάλλον μας, διευθετήθηκε στο παρελθόν μέσω μνημοτεχνικών, οι οποίες μέσω συμβόλων και εμβληματικών εικόνων αποζητούσαν να εγγράψουν τις εκάστοτε πολιτιστικές παραστάσεις στην tabula rasa του ανθρώπινου μυαλού. Αυτό που δεσπόζει στην «τέχνη της μνήμης“ των Ρωμαίων, των χριστιανών ρητόρων του μεσαίωνα καθώς και των καλλιτεχνών της Αναγέννησης είναι οι χωρικές μεταφορές (ανάκτορα, θέατρα, ναοί) εφόσον το ζητούμενο ήταν η τοποθέτηση έντονων εικόνων σε συντεταγμένες θέσεις εντός ενός ιδεατού οικοδομήματος. Η φανταστική περιδιάβαση του οικοδομήματος αυτού ήταν ένας εξεικονιστικός μηχανισμός πλασματικής εξεικόνισης ο οποίος υποβοηθούσε τη μνήμη του ρήτορα ή του καλλιτέχνη.
Βέβαια με την εξάπλωση της γραφής διαμέσου της τυπογραφίας και τη «σταδιακή εξωτερίκευση της μνήμης με τη βοήθεια περιφερειακών συσκευών (βιβλίο, υπολογιστής)» τα θέατρα μνήμης απώλεσαν την πρωταρχική τους σημασία ως κυρίαρχα μοντέλα οργάνωσης της γνώσης και έγιναν απλώς υποκειμενικοί μικρόκοσμοι αναμνήσεων. Η πλέον σύγχρονη εκδοχή αυτών των τεχνολογιών (το Διαδίκτυο) αποτελεί παράδειγμα αυτής της ηθελημένης αποθήκευσης της μνήμης αλλά και εναπόθεσης της σκέψης μας σε έναν τεχνικό μηχανισμό. Πράγματι η κριτική που ασκεί ο Πλάτωνας ενάντια στη γραφή (ως την πρώτη τεχνική εξωτερίκευσης της μνήμης) που εν αντιθέσει με τον προφορικό λόγο δεσμεύει την ζωντανή ύπαρξη σε ένα αναλλοίωτο κείμενο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, σε μια εποχή κατά την οποία το πάτημα ενός πλήκτρου στον προσωπικό υπολογιστή αντιστοιχεί με το τι ξέρω και τι δεν ξέρω, τι θυμάμαι και τι έχω ήδη ξεχάσει.
Παρόλα αυτά οι μικρόκοσμοι αναμνήσεων, αυτοί οι προσωπικοί «άτλαντες εικόνων» που αποτελούν συχνά και την πρώτη ύλη καλλιτεχνικής δημιουργίας, εξακολουθούν να έχουν σημαντική κοινωνική λειτουργία, ακριβώς επειδή αντιτίθενται σθεναρά στην κατανόηση του κόσμου διαμέσου τεχνολογιών που οργανώνουν την κοινωνική και συλλογική μνήμη μέσα από συγκεκριμένα κριτήρια εκλογίκευσης του κόσμου όσων τον διευθύνουν. Το να αναφερθεί λοιπόν κανείς στο έργο ενός καλλιτέχνη, ο οποίος χρησιμοποιεί εμφατικά στα ζωγραφικά του έργα λέξεις-κλειδιά, σύμβολα, εικονογράμματα και γλωσσικά παίγνια απλώς ως λαβυρινθώδεις προσωπικές χαρτογραφήσεις αναμνήσεων, φόβων και επιθυμιών αποδίδει μόνο το μισό της εικόνας.
Οι λεκτικές χαρτογραφήσεις στο ώριμο πλέον έργο του Νίκου Λαγού (πίνακες με ακρυλικό σε καμβά και σχέδια με κάρβουνο σε χαρτί) στο οποίο υποχωρεί η παραστατική χρωματική εξεικόνιση εις χάριν της σημειωτικής γραφής λειτουργούν μάλλον σαν μια σύγχρονη biblia pauperum και ως αντίσταση ενάντια σε μια επιφανειακή κοινωνία, μια κοινωνία ημιμόρφωσης εξαιτίας της υπερ-πληροφόρησής της. Ενάντια στον θεαματικό καταιγισμό εικόνων και στα γητεύματα που αυτές μας ασκούν, η σημειωτική του εικαστικού μας ανακαλεί στο να εμπιστευθούμε τους δικούς μας συνειρμούς, την προσωπική μας μνημοτεχνική, την νεοτερική φαντασία (imaginatio) και επινόηση (inventio). Το γλωσσικό bricolage της καθημερινής εμπειρίας δημιουργεί νέους άτλαντες του κόσμου με τους οποίους οφείλουμε να πορευτούμε. Μαζί με έργα όπως η απεικονιστική κυβερνητική του A. R. Penck και οι μηχανισμοί παραγωγής εικόνας-νοήματος όπως αυτός του Jean-Michel Basquiat (για να αναφέρουμε δύο από τους καλλιτέχνες με τους οποίους αναμετράται ο Νίκος Λαγός) ο εικαστικός προσπαθεί να ανατρέψει τον ναρκισσισμό ενός σύγχρονου κόσμου που δεν θέλει να αλλάξει. Δεν υπάρχει παιδική αθωότητα ή εφηβική εξέγερση a la grafiti στα έργα του Λαγού αλλά η πολιτικά θεμελιωμένη κριτική ενάντια σε επίκτητες και μιντιακά κατασκευασμένες εικόνες, έννοιες και αξίες.